- αποψιλώνω
- [-ώ (ο )] μετ.1) вырубать лес, оголять местность; 2) лишать свойства, качества
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποψιλώνω — αποψιλώνω, αποψίλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποψιλώνω — (AM ἀποψιλῶ, όω) νεοελλ. 1. ξεριζώνω ή κατακαίω τη βλάστηση μιας έκτασης 2. αποστερώ τελείως κάποιον από κάτι αρχ. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, απογυμνώνω … Dictionary of Greek
αποψιλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αποτριχώνω (βλ. λ.). 2. καταστρέφω δεντρόφυτη έκταση: Από τις συνεχείς πυρκαγιές μεγάλες περιοχές της χώρας μας έχουν αποψιλωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψιλώ — καταψιλῶ, όω (AM) καθιστώ κάτι εντελώς γυμνό, γδύνω, γυμνώνω τελείως αρχ. μτφ. απλοποιώ, εξομαλύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψιλῶ «αποψιλώνω»] … Dictionary of Greek
ψιλώνω — ψιλῶ, όω, ΝΜΑ [ψιλός] 1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω 2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης αρχ. 1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.) 2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων… … Dictionary of Greek
αποτριχώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βγάζω τις τρίχες, αποψιλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)